Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Ο πανηγυρικός στις γιορτές Σουλίου 2013


Στα "μαγικά" κατά τον Κάλβο σουλιώτικα βουνά γιορτάστηκε ακόμα μια φορά το σουλιώτικο έπος την 26η Μαΐου 2013. Γνωρίζοντας πολύ καλά τις αντιμαχόμενες επιστημονικές θεωρήσεις για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, προβληματίστηκα ιδιαίτερα για το περιεχόμενο του πανηγυρικού, τον οποίο, ύστερα από τιμητική πρόταση της κας Δημάρχου του Δήμου Σουλίου, κλήθηκα να εκφωνήσω. Παρέκαμψα ότι αμφισβητούνταν και προσπάθησα να αναδείξω εκείνο για το οποίο υπάρχει γενική συγκατάθεση. Αν το πέτυχα ή όχι, θα το διαπιστώσετε διαβάζοντας το πλήρες κείμενο της ομιλίας μου. 

(Το βίντεο με ολόκληρη την παρουσίαση των εορταστικών εκδηλώσεων μπορεί να το δει κανείς στη σελίδα: http://www.youtube.com/watch?v=MOyKE9x_Kw8).

"Σεβασμιότατε
Κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι της κεντρικής και τοπικής Διοίκησης
Φίλες και φίλοι

Η τιμητική πρόταση της κας δημάρχου του Δήμου Σουλίου για να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της ημέρας, ήταν για μένα μια πρόκληση. Και ήταν πρόκληση γιατί  κατά κανόνα στους πανηγυρικούς με ενοχλεί η υπερβολή, ο υπερθετικός βαθμός, η εξιδανίκευση, το τετριμμένο. Με βάση αυτή την προσωπική αντίληψη, συλλογίστηκα  πολύ για το αν έπρεπε να σας ταλαιπωρήσω με μια αναδίφηση στο λαμπρό χωροχρόνο του σουλιώτικου έπους, αφού μια γιορτή για ένα ιστορικό γεγονός προσφέρεται μάλλον για αναστοχασμό και όχι για εξύμνηση των ηρωικών πράξεων. Οι ήρωες έτσι κι’ αλλιώς δεν ζούνε για να ακούσουν τα καλά μας λόγια, αλλά και αν μας άκουγαν δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αρέσκονταν στις ….κολακείες μας. Τη λογοδοσία μας μάλλον θα απαιτούσαν για να διαπιστώσουν τη φρόνιμη διαχείριση του κληροδοτήματος που με αγώνες και αίμα μας κληροδότησαν. Σ’ αυτή τη λογοδοσία θέλει να συμβάλλει τούτη η μικρή προσλαλιά.
Θα εξειδικεύσω την προσέγγισή μου στη ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ για να αναζητήσω εκεί τη γενεσιουργό αιτία που επέτρεψε το θρίαμβο του σουλιώτικου έπους. Θα αναζητήσω δηλαδή το αξιακό σύστημα αυτής της Πολιτείας που πέτυχε το ακατόρθωτο, δηλ. την ελευθερία της μέσα σε ένα άκρως εχθρικό περιβάλλον και θα επιχειρήσω μια αντίστοιχη προβολή στη σημερινή πραγματικότητα.

Φίλες και φίλοι
Μη σκιάζεστε!! Δεν θα προλάβετε να με βαρεθείτε. Απειλούμαστε άλλωστε από βροχή…..

Επειδή όμως όσες φορές βρέθηκα ανάμεσά σας, θεατής και εγώ όπως και εσείς, άκουσα απίστευτα ερωτήματα που προκαλούν αμηχανία, θεωρώ επιβεβλημένο να επιχειρήσω πρώτα απ’ όλα μια συντομότατη ιστορική αναδρομή, γιατί θα ‘ταν κρίμα να φύγουμε από τούτα τα ιερά βράχια χωρίς να έχουμε μια σαφή εικόνα για όσα συνέβησαν εδώ.
Οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν σε τούτα τ’ απερπάτητα βουνά τον 16ο αιώνα. Δε γνωρίζουμε τα ακριβή αίτια αυτής της εγκατάστασης ούτε την ακριβή προέλευσή τους και την ακριβή και αναμφισβήτητη αλήθεια θα την εμπιστευθούμε στην ιστορική έρευνα.  Η Σουλιώτικη Πολιτεία πάντως δεν αποτελούνταν μόνο από το Σούλι αλλά αρχικά από τέσσερα χωριά, το  Σούλι, τον Αβαρίκο, την Κιάφα και  τη Σαμωνίβα, τα γνωστά ως Τετραχώρι. Αργότερα έγινε επταχώρι,  ενώ στη μεγάλη ακμή του, εξουσίαζε περίπου πάνω από 80 χωριά, τα παρασουλιωτοχώρια και στα μέσα του 18ου αιώνα είχε περίπου 6.000 κατοίκους, εκ’ των οποίων οι ένοπλοι ξεπερνούσαν τους 2.000.
Οι αγώνες των Σουλιωτών εναντίον των Τούρκων ήταν πολυάριθμοι, εκείνοι όμως που έγραψαν ιστορία ήταν οι αγώνες τους εναντίον του Αλή Πασά από τα Γιάννενα, ο οποίος επιχείρησε τρεις εκστρατείες εναντίον τους. Η πρώτη επιχειρήθηκε  το 1789, έληξε άδοξα και την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη το 1792.
Η τρίτη εκστρατεία όμως, το 1800, ήταν συστηματικά οργανωμένη. Ο άνισος αγώνας κράτησε τρία χρόνια στα οποία οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες έδειξαν απαράμιλλη ανδρεία. Αναγκάστηκαν όμως να υποχωρήσουν στο Κούγκι, όπου και συνθηκολόγησαν ύστερα από στενή πολιορκία εξαιτίας της έλλειψης τροφών, νερού και πολεμοφοδίων. Το 1803 οι Σουλιώτες εγκατέλειψαν τα χωριά τους και μόνο ο καλόγηρος Σαμουήλ έμεινε πίσω για να ανατιναχθεί με την πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού του, στο Κούγκι.
Οι φυγάδες αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την μπαμπεσιά των Τουρκαλβανών που δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα και στο Ζάλογγο γράφτηκε μια ακόμα σελίδα ηρωισμού από τη Σουλιώτισσα γυναίκα.
Αργότερα την εποχή της διαμάχης του Αλή Πασά με το σουλτάνο, οι Σουλιώτες επιδεικνύοντας διπλωματική ευστροφία, κατάφεραν το 1820 να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν ξανά στο Τετραχώρι. Οι Τούρκοι όμως μετά την εξόντωση του Αλή Πασά πέτυχαν και την ολοκληρωτική διάλυση των Σουλιωτών, τους οποίους μετά από σκληρούς αγώνες κατόρθωσαν να εκδιώξουν από την πατρώα γη. Οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και αυτή τη φορά εγκατέλειψαν οριστικά το Σούλι. Στο μεταξύ η ελληνική επανάσταση του 1821 είχε θεριέψει, χάρις και στην αντίσταση των Σουλιωτών, οι οποίοι εντάχθηκαν στο σύνολό τους στους αγώνες του έθνους για την εθνική του παλιγγενεσία. 

Φίλες και φίλοι
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η δύναμη που γέννησε το σουλιώτικο έπος εντοπίζεται στο ίδιο το αξιακό σύστημα της ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ. Μια συμπολιτεία απλή στη θεσμικής της άρθρωση που οργανώθηκε με βάση τις φάρες. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν το ‘’Κριτήριο της Πατρίδος’’, μια μορφή σημερινής κυβέρνησης θα μπορούσε να πει κανείς, που αποφάσιζε για τη διαχείριση των κοινών. Η δικαστική εξουσία (πρωτίστως από τον αρχηγό της φάρας) είχε ως βάση το εθιμικό δίκαιο, ενώ την ανωτάτη εξουσία ασκούσε το ‘’Γενικό Συνέδριο’’ στο οποίο συμμετείχαν οι αρχηγοί κάθε φάρας, αλλά και όσοι είχαν διακριθεί στις μάχες. Ο σεβασμός των κανόνων της κοινωνικής συμβίωσης αποτελούσε αυτονόητη υποχρέωση του κάθε Σουλιώτη, ενώ η τιμωρία ήταν βαριά για όποιον παρέβαινε τις ηθικές αρχές. Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία δηλαδή ήταν χωρίς καμιά αμφιβολία μια συντεταγμένη πολιτεία.
Εάν επιχειρήσουμε μια πρώτη προβολή αυτής της συντεταγμένης πολιτείας στη σημερινή πραγματικότητα, η σύγκριση θα αποβεί καταθλιπτική για τους σημερινούς κληρονόμους. Δεν με ενοχλεί τόσο η πολυπλοκότητα της σημερινής μας οργανωτικής δομής, όσο η στάση του νεοέλληνα απέναντι στη θεσμική οργάνωση του κράτους, έστω και αν αυτή είναι άδικη και ανορθολογική. Ο Έλληνας σήμερα αρνείται τους θεσμούς. Δεν τους σέβεται. Αρνείται το διακαιοκρατούμενο χαρακτήρα της πολιτείας μας. Και ενώ η άρνηση είναι εκτεταμένη, η ατιμωρησία αποτελεί ενδημικό φαινόμενο. Αυτά δεν είναι δυστυχώς φαινόμενα συντεταγμένης πολιτείας, αλλά πολιτείας σε πλήρη παρακμή, κράτους υπό κατάρρευση.  
Θα επιχειρήσω την επόμενη προβολή. Η ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ ήταν ολιγαρκής, λιτή, σπαρτιατική. Οι Σουλιώτες ζούσαν με πολύ περιορισμένα αγαθά. Στο σύνολό του ο πληθυσμός της σουλιώτικης συμπολιτείας ήταν λιτοδίαιτος, ασκητικός, σκληραγωγημένος. Το μάθημα για τους Σουλιώτες ήταν η εγκράτεια, η ζωή στις στερήσεις. Τούτα τα επιβλητικά βουνά δεν είχαν άλλωστε να δώσουν πλούσιους καρπούς. Περηφάνια είχαν μονάχα να διδάξουν γιατί ήταν ψηλά κι’ απάτητα  και αυτή απομύζησαν χορταστικά οι Σουλιώτες.
Η προβολή αποβαίνει και στο σημείο αυτό καταθλιπτική για το σημερινό νεοέλληνα. Επιδοθήκαμε (αναφέρομαι στην πριν από την κρίση εποχή) σε έναν απίστευτο καταναλωτισμό, σε ένα σύγχρονο συβαριτισμό και μάλιστα πέρα από τις δυνατότητές μας. Δείτε τις σύγχρονες εκφάνσεις του συβαριτισμού:  …Κινητά τηλέφωνα ακόμα και σε μωρά, το τρίκλινο σπίτι μας με τέσσερεις τηλεοράσεις, η τριμελής οικογένειά μας με τέσσερα αυτοκίνητα!!. Και ακόμα χειρότερα: ο σύγχρονος συβαριτισμός αποδείχθηκε και επιδειξιομανής, προκλητικός. Και ακόμα χειρότερα: ο σύγχρονος συβαριτισμός δεν προκλήθηκε από ιδίαν κοπιώδη προσπάθεια,  αλλά από άπληστο δανεισμό, ακόμα και από κλοπή.
Η επόμενη προβολή έχει για μένα ιδιαίτερη σημασία. Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι. Μιλούσαν και ελληνικά και αρβανίτικα. Από την αρβανίτικη γλώσσα μας διασώθηκε μια υπέροχη ιδιαιτερότητα των Σουλιωτών. Η μπέσα. Οι Σουλιώτες αναλάμβαναν τις ευθύνες.  Τηρούσαν τα συμφωνημένα. Ήταν μπεσαλήδες
Επιτρέψτε μου την αναδιήγηση μιας πραγματικά ομηρικής σκηνής. Σε μια μάχη σκοτώθηκε ο Γκέλη-Δράκος, γιός του καπετάνιου Δήμο-Δράκου, που ήταν βλάμης με έναν Τούρκο. Όταν ο Τούρκος πληροφορήθηκε το θάνατο του βλάμη του, σε μια ανάπαυλα των μαχών, ζήτησε την άδεια να τον αφήσουν να μπει στο φρούριο  των Σουλιωτών για να δώσει τον τελευταίο ασπασμό στο βλάμη του. Ο Δήμο Δράκος έδωσε την εντολή να τον αφήσουν να περάσει. Ο Τούρκος έφερε μαζί του μια τζίτζα (ένα είδος δοχείου) γεμάτη ρακή, φίλησε το φίλο του, έκλαψε γοερά και κατόπι αφού ήπιε πρώτος μια γουλιά για να αποδείξει ότι η ρακή δεν ήταν ..«ύποπτη», πρόσφερε στη συνέχεια στο Δήμο Δράκο και ήπιαν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ο Τούρκος παρακάλεσε το Δήμο Δράκο,  να φυλάξει τη ρακή που απόμεινε σε άλλο αγγείο και να του δώσει τη Τζίτζα πίσω γιατί δεν ήταν δική του και αποχώρησε.
Αυτό ήταν το ήθος της σουλιώτικης κοινωνίας, που όχι μόνο πολεμούσε τον εχθρό, αλλά ταυτόχρονα και τον σέβονταν. Ο Τούρκος δεν φοβήθηκε να μπει στο φρούριο το Σουλιωτών, γιατί ήταν βέβαιος πως οι Σουλιώτες θα τηρούσαν το λόγο τους και δεν θα θόλωνε το μυαλό τους από το θάνατο του παλληκαριού, αντικρίζοντας έναν εχθρό.
Πίστευα ότι η μπέσα αποτελεί ίδιο γνώρισμα και του σύγχρονου νεοέλληνα, πολύτιμη κληρονομιά της σουλιώτικης ιδιοπροσωπίας. Με λύπη μου όμως διαπιστώνω, ότι ο σύγχρονος νεοέλληνας θέλει ν’ αρνηθεί αυτή την υπέροχη ιδιαιτερότητά του. Γιατί αλήθεια τι άλλο σημαίνει η επίρριψη της ευθύνης για τη σπάταλη και ιδιοτελή διαχείριση των δανεισθέντων όχι στον εαυτό του και στην πολιτεία του, αλλά στους άλλους που του τα δάνεισαν;  
Επιτρέψτε μου μια τελευταία προβολή.
Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ευτύχησε να έχει λαμπρή ηγεσία. Λαμπρούς ηγέτες που ενέπνεαν το σεβασμό όχι μονάχα στον πόλεμο αλλά και στη διαχείριση των κοινών. Για το κοινό καλό θυσίαζαν ακόμα και τα παιδιά τους για να θυμηθούμε μονάχα το παράδειγμα του Λάμπρου Τζαβέλα με το γιο του Φώτο.
Δυστυχώς και στο σημείο αυτό η προβολή αποβαίνει εξίσου καταθλιπτική για τη σημερινή πραγματικότητα. Και δεν υπονοώ μονάχα την πολιτική ηγεσία, αλλά όλων των ειδών τις ηγεσίες, όπως την πνευματική, τη θρησκευτική, τη δικαστική, την αθλητική και ούτω καθεξής. Η ηγεσία μας σήμερα (κατά κανόνα γιατί ευτυχώς υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις και οι γενικεύσεις αδικούν) όχι μόνο δεν εμπνέει, αλλά προσφέρει το χείριστο των παραδειγμάτων.  Εκμαυλίζει και εκμαυλίζεται. Διαφθείρει και διαφθείρεται. Είναι κατά κανόνα σπιθαμιαία, ευθυνόφοβη, ιδιοτελής.

Φίλες και φίλοι
Σε τούτα τ’ απάτητα και ταυτόχρονα «μαγικά» (κατά τον Κάλβο) βουνά στήθηκε μια Πολιτεία που η περηφάνια, η φιλοπατρία η λιτότητα, η μπέσα αποτέλεσαν το αξιακό της σύστημα. Τις κρατούσες ηθικές αρχές της κοινωνικής συμβίωσης.  Αυτές οι αξίες αυλακώνουν το σουλιώτικο σύστημα και αποτελούν τη βάση μιας πολιτειακής ηθικής αρχής. Η συνολική προβολή αυτού του συστήματος στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μόνο θλίψη και σκεπτικισμό δημιουργεί. Το δικό μας σύστημα διαπερνά το ψιμυθιωμένο ψεύδος, ο πρωτογονισμός της ιδιοτέλειας, η νοητική αποδιοργάνωση, η αβελτηρία, αλλά δυστυχώς εν πολλοίς και η άρνηση της ίδιας της δημοκρατίας μας  που τούτος ο τόπος γέννησε.
Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του διαπιστώνει πως η πόλις είναι αυτό που είναι οι πολίτες της. Αυτοί είμαστε σήμερα οι πολίτες της ελληνικής πατρίδας, αυτήν την πολιτεία έχουμε. Καθημαγμένη δυστυχώς.
Γιορτές σαν τη σημερινή είναι, πρέπει να είναι, αφορμή για την αυτογνωσία μας. Μόνο όταν το έθνος περάσει από μια δύσκολη και επίπονη πορεία αυτογνωσίας θα μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Τα έθνη που ζουν στους μύθους τους, στις φαντασιώσεις τους δεν έχουν μέλλον. Οι λαοί που επιρρίπτουν την ευθύνη της τύχης τους στους ξένους, στους άλλους είναι καταδικασμένοι στη μιζέρια. Οφείλουμε επιτέλους να γίνουμε μια κανονική χώρα αναλαμβάνοντας την ατομική αλλά και τη συλλογική ευθύνη. Να αναλαμβάνεις την ευθύνη. Να λες: αν κάτι δεν πήγε καλά εγώ φταίω, μας προτρέπει ο Καζαντζάκης… Ας ρωτηθούμε λοιπόν, με αφορμή τούτη τη γιορτινή μέρα, όχι τι έκανε το κράτος για μας, αλλά επιτέλους τι κάναμε εμείς για το κράτος, όπως εύστοχα μας προέτρεψε κάποτε ο Τζον Κένεντυ. Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία μας δείχνει το δρόμο.

Φίλες και φίλοι
Έψαξα τον επίλογο τούτης της προσλαλιάς. Δεν βρήκα καλύτερο από το ποίημα του Λιβανέζου φιλόσοφου - ποιητή Χαλίλ Γκιμπράν, παιδιού μιας εξίσου φτωχής και ολιγαρκούς πατρίδας  από το έργο του, «ο κήπος του προφήτη». 
«Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα  που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους».


Σας χρωστάω ένα από καρδιάς «ευχαριστώ»."